- τυμβοσύνη
- τυμβοσύνη, ἡ, name of a wall in Constantinople, which was repaired with tombstones, Hsch.Mil.Fr.4.27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυμβοσύνη — ἡ, Α [τύμβος] ονομασία τμήματος τού τείχους τής Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο επισκευάστηκε με τη χρήση επιτύμβιων λίθων … Dictionary of Greek
τυμβοσύνην — τυμβοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)